Το εθιμικό μας Δίκαιο.

Στην αρχαιότητα η έννοια της δικαιοσύνης ταυτιζόταν με την περί Δικαίου λαϊκή συνείδηση. Το Δίκαιο δεν ήταν τύπος, ήταν ουσία, τρόπος ζωής. Την έννοια της Δικαιοσύνης την είχαν ενστερνισθεί, την είχαν αναγάγει σε βιοθεωρία. Παρά το ότι όλες οι Ελληνικές πόλεις δεν είχαν την ίδια νομοθεσία, ήταν κοινές, σ’ όλο τον αρχαιοελληνικό χώρο οι γενικές αρχές και ρήτρες του Δικαίου.

Οι κοινές αυτές γενικές αρχές και ρήτρες του Δικαίου καθόριζαν τα πλαίσια, τις βάσεις της νομοθεσίας. Ήταν κανόνες πού κάλυπταν τα κενά στην νομοθεσία, περιβάλλοντας το Δίκαιο σαν ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζούσε. Ήταν οι γενικές ρήτρες της επιείκειας, της καλής πίστης, της ισότητας, της αυτονομίας, της ομόνοιας και προπαντός της διαιτησίας.

Η δημιουργική αυτή ανέλιξη του Ελληνικού Δικαίου σταμάτησε με την Ρωμαϊκή κατάκτηση. Βέβαια οι γενικές αρχές επέδρασαν στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, αλλά σαν Ελληνικό Εθνικό Δίκαιο σταμάτησε η ανέλιξη του. Σ’ όλη την Ρωμαϊκή περίοδο αλλά σχεδόν και την εποχή του Βυζαντίου το Ελληνικό Δίκαιο επέζησε σαν λανθάνουσα εθιμική κατάσταση και λαϊκή παράδοση.

Μέχρι πού φτάσαμε στην Τουρκοκρατία. Το επίσημο Ρωμαϊκό Δίκαιο καταργείται. Με τα λίγα προνόμια πού επέτρεψαν στους Έλληνες οι Τούρκοι, κατάφεραν να δημιουργήσουν με τον καιρό μια κοινοτική ευημερία. Σαν το ποτάμι πού κυλά υπόγεια σε απέραντες εκτάσεις και ξεπετάγεται κάποια στιγμή ορμητικό, έτσι και το ένστικτο, η συνείδηση του λαού, οδήγησε τους ντροπιασμένους ραγιάδες πίσω στις ρίζες του Έθνους για Εθνικό αναβάπτισμα. Όπως στην αρχαιότητα έτσι και τώρα έχουμε ταύτιση της έννοιας της Δικαιοσύνης με την περί Δικαίου λαϊκή αντίληψη.

Το εθιμικό Δίκαιο αυτή την περίοδο πηγάζει από την ψυχή του λαού και είναι ζωντανό και εύπλαστο. Το νιώθει σαν δικό του Δίκαιο ο λαός.

Στα 1810 οι κάτοικοι της Νάξου έκαναν μια κωδικοποίηση της εθιμικής τους νομοθεσίας. Στο προοίμιο γράψανε: “Οι νόμοι πρέπει να αποβλέπωσιν εις την βελτίωσιν των ανθρωπίνων ηθών και την συντήρησιν της ομονοίας των πολιτών. Και δη πάντες οι κάτοικοι ταύτης της νήσου, παραλαβόντες τούτους τους νόμους και αναγόντες μετά προσοχής επέγνωμεν αυτούς δ’ όλου σύμφωνους τοις πολιτικοίς ημών κανονικοίς έθίμοις, σωτηρίους της ημετέρας κοινότητος, συντηρητικούς των κατά μέρος δικαιωμάτων ημών και περιληπτικούς της αναγκαίας ευνομίας. Υπισχνούμεθα εν καθαρώ συνειδότι την καθ’ άπαντα φυλακήν αυτών και υπεράσπισιν, υποβάλλοντες εαυτούς οικειοθελώς πάσαις εκκλησιαστικαίς αραίς και επιτιμίοις και πάση εξουσιαστική παιδεία και δι′ ένδειξιν της αυθαιρέτου ημών ομολογίας υποβεβαιούμεν αυτούς ταις ιδίαις ημών υπογραφαίς”.

Βλέπουμε δηλαδή να παρουσιάζονται στην νομοθεσία της Νάξου Ολοκάθαρες οι γενικές ρήτρες της ομολογίας και ομονοίας.

Βλέπουμε ακόμα αυτή την εποχή ότι τα ηθικά αξιώματα και τα προστάγματα των αρχαίων φιλοσόφων να γίνονται παροιμίες στα χείλη του λαού. Έλεγε στην αρχαιότητα ο Περίανδρος: “ο αν ομολογήσεις διατήρει” και ο λαός το έκανε παροιμία: “το βόδι το πιάνουν απ’ το κέρατο και τον άνθρωπο απ’ τον λόγο του”. Έλεγε ο Χαρώνδας: “παραχρήμα διδόναι και λαμβάνειν” και ο λαός τώρα λεει: “χέρι με χέρι”.

Στα Ομηρικά χρόνια η έννοια της δίκης ταυτίζεται με την έννοια της Διαιτησίας. Στην Ιλιάδα στο στοιχείο Σ στους στίχους 497 μέχρι 508 έχουμε μια έξοχη περιγραφή δίκης. Οι διάδικοι εδώ διαφωνούν για το αν πραγματικά καταβλήθηκε η οφειλόμενη ποινή για τον φόνο ενός ανδρός. Ο φονεύσας ισχυρίζεται ότι την κατέβαλε ενώ ο δικαιούμενος σε αποζημίωση την καταβολή. Παρουσιάζονται λοιπόν μπροστά στους δικαστές, οι όποιοι συνεδριάζουν καθισμένοι σε σχήμα κύκλου πάνω σε πέτρινα εδώλια. Στο μέσο του κύκλου υπάρχουν δυο χρυσά τάλαντα σαν αμοιβή του δικαστού πού θα επιλύση τη διαφορά. Οι δικασταί αφού ακούν τους διάδικους βγάζει ο καθένας χωριστά την απόφαση του, και οι διάδικοι επιλέγουν την καλύτερη γι′ αυτούς.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σε μερικές περιοχές της Μακεδονίας ξαναζούν όλα αυτά. Τώρα μαζεύονται οι γερόντοι, σοφοί με ολόλευκες κεφαλές, στην αυλή της εκκλησίας και λύνουν τις διαφορές. Μπροστά σε ένα εικόνισμα ακούν οι γερόντοι τους διάδικους και μετά αποφασίζουν. Μετά πάνε και στον Δεσπότη να επικυρώση την απόφαση.

Στις περισσότερες περιοχές του Ελλαδικού χώρου, πού αυτό τον καιρό στενάζει από τον Τούρκο κατακτητή, το Δίκαιο απονέμεται από τα “λαϊκά κριτήρια”, δηλαδή δικαστήρια και από τους “αιρετοκριτάς”, δηλαδή δικαστάς-διαιτητάς. Τα δικαστήρια αυτά συγκροτούνται από αιρετά μέλη, από αυτούς πού διοικούν τις κοινότητες και συντεχνίες. Λειτουργούν ακόμα και μερικά ειδικά δικαστήρια όπως το “εμπορικό τριμπουνάλε” της Χίου, αρμόδιο για εμπορικές και ναυτικές διαφορές.

Με τους αιρετοκριτάς ξαναζεί ο πανάρχαιος θεσμός της διαιτησίας. Οι αντίδικοι εκλέγουν ένα ή δύο το πολύ διαιτητάς οι όποιοι και αποφασίζουν ανέκκλητα για την διαφορά. Για την εκτέλεση της απόφασης συνομολογούσαν ποινική ρήτρα. Αν κάποιος δεν δεχόταν την απόφαση και πήγαινε στα Τουρκικά δικαστήρια ήτανε απόβλητος από την κοινότητα, γι′ αυτό και τον αναθεμάτιζαν και τον διαπόμπευαν. Και ήταν τόσο αποτελεσματικά όλα αυτά ώστε σπάνια παρατηρήθηκαν κρούσματα.

Η διαπόμπευση που αναφέραμε προηγουμένως, σαν ποινή δεν είναι κάτι το καινούργιο. Στην αρχαιότητα όμοια ποινή είχε θέσπιση ο νομοθέτης Χαρώνδας στην νομοθεσία των Θουρίων.

Για τα τοπικά δικαστήρια έχουμε επίσημη μαρτυρία ότι στην “Άνδρο λειτουργούσε δικαστήριο γεροντοκριτών από το 1690 περίπου. Οι γεροντοκριταί στην Άνδρο είχαν το δικαίωμα να κρίνουν όχι μόνο τις πολιτικές διαφορές αλλά και τις ποινικές διαφορές των κατοίκων του νησιού. Σαν ποινές επέβαλλαν το πρόστιμο πού το λέγανε “τζερεμέ”, την φυλάκιση και την διαπόμπευση πού την λέγανε “γεβέντισμα”.

Στα μέρη πού υπήρχαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, ή εκκλησία φρόντιζε με κάθε τρόπο να μην πηγαίνουν Έλληνες σε τουρκικά δικαστήρια. Έτσι σε σύσταση ενός Πατριάρχη προς τους Χριστιανούς, γράφει: “και όταν τύχωσιν αναμεταξύ σας διαφοραί και υποθέσεις διαθήκης ή κληρονομιάς ή συνοικεσίων και γάμων, ή άλλων τινών εκκλησιαστικών υποθέσεων κρίσεις να πηγαίνετε μετ’ εύλαβείας εις την εκκλησίαν και τον αρχιερέα σας και εκεί να θεωρείτε τις κρίσεις και διαφορές και μοιρασιές όπου έχετε, κατά τους εκκλησιαστικούς και χριστιανικούς νόμους, ως αληθινοί και ευσεβείς χριστιανοί και όχι έξωτερικώς και άλλοτριόπως”.

Στην εθιμική νομοθεσία της Τήνου παρουσιάζονται ολοζώντανες οι γενικές αρχές της επιείκειας και ομόνοιας, με την ίδια έννοια όπως στην αρχαιότητα. Ό Αριστοτέλης λεει για τον δικαστή ότι πρέπει να είναι “μη ακριβοδίκαιος επί το χείρον, άλλ’ ελαττωματικός καίπερ έχων τον νόμον βοηθόν”. Και λεει ακόμα ότι η επιείκεια στηρίζεται στο φυσικό Δίκαιο και ότι είναι “παρά τον γεγραμμένον νόμον δίκαιο”. Στην Τήνο τώρα λένε ότι ο δικαστής πρέπει να δικάζη κατά την ιδία αυτού επιεική κρίση.

Στον νομό της Ύδρας το 1818 λέγανε οι Υδραίοι: “οι ρηθέντες καπετάνιοι εισίν εις χρέος να προσφέρονται εις τους συντροφοναύτας με πάσαν φιλανθρωπίαν, δια να σώζεται μεταξύ αυτών ή καλή αρμονία”.

Την γενική ρήτρα της καλής πίστης την συναντούμε στην εθιμική νομοθεσία της Θήρας το 1797. Γράφανε: “όστις γίνη αίτιος και συνεργός κακία φερόμενος να ζημιώση άλλον άνευ νομίμου τινός διαφοράς και δικαιώματος, και ήθελε του καταδώση αδίκως και ψευδώς, και τον παραδώση εις αυθεντικάς κρίσεις ή Καδήν και του ακολουθήσουν ζημίαι και τιμωρίαι, ο τοιούτος όταν ήθελε γίνη γνωστός, να είναι υπόχρεως να αποκρίνεται τω αδικουμένου την ζημίαν και να λαμβάνη τα επίχειρα της κακίας του από κάθε δικαία κρίσιν, ως κακοποιός και καταδότης ψεύδους”.

Στις Σπέτσες το 1833 στα έθιμα τους θεσπίζεται ότι: “κάθε ομολογία δανειστού η δανειζομένου έγένετο με δύο μόνον στήλας γραμμάτων διότι επείχε τόπον ή καλή πίστις και ήτο δεκτή εις αμφότερα τα μέρη οποιοσδήποτε και αν ήταν ο γραφεύς”.

Στην σημερινή μας νομοθεσία επιζούν αυτές οι γενικές αρχές και ρήτρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ή ρήτρα της καλής πίστης πού πανηγυρικά διασώζεται στο άρθρο 200 του Α.Κ. πού ορίζεται ότι οι συμβάσεις, ερμηνεύονται όπως απαιτεί ή καλή πίστις λαμβανομένων υπ’ όψιν των συναλλακτικών ηθών”.

Οι γενικές αρχές και ρήτρες του Δικαίου μας είναι ο κορμός όλων των Ελληνικών νομοθεσιών. Δημιουργήματα της αρχαιοελληνικής εποχής, επέδρασαν στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, στην Βυζαντινή νομοθεσία μετά, και εξέθρεψαν τις τοπικές εθιμικές νομοθεσίες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και επιζούν σήμερα στη νομοθεσία μας. Είναι, όπως έλεγε στις παραδόσεις του ο λαμπρός μελετητής της ιστορίας του Δικαίου μας καθηγητής Ν. Πανταζόπουλος, ο ομφάλιος λώρος που διατηρεί ακατάλυτη την ενότητα και την συνέχεια στη Δικαϊική μας παράδοση.

Άρθρο του Δ. Γαρούφα.
Ο Δημήτρης Α. Γαρούφας είναι δικηγόρος συγγραφέας, μέλος του Διοικ. Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/νίκης. Το κείμενο μεταδόθηκε από Ρ/Σ της Θεσ/νίκης και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο “Ο Λαϊκός μας Πολιτισμός” και θα κυκλοφορήσει σε β’ βελτιωμένη έκδοση τους προσεχείς μήνες από τον εκδοτικό οίκο της Θεσ/νίκης “ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ”

Κατηγορίες: Ηλιαία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Τα σχόλια έχουν κλείσει.