Τέλη κυκλοφορίας. Τι να κάνουμε;

  1. Πρώτο ζήτημα. Ατομική Ειδοποίηση [άρθρο 73 § 1 ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/ 74) σε συνδυασμό με άρθρα 4 § § 2 και 3]. a) Σύμφωνα με το άρθρο 73 § 1 του ΚΕΔΕ «η προ της ενάρξεως  της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται α) κατά της εκδοθείσας ατομικής ειδοποιήσεως».Σύμφωνα με την κρατούσα στην Επιστήμη άποψη[1] αλλά και στη νμλγ μας[2] «η ατομική ειδοποίηση δεν αποτελεί προϋπόθεση, ούτε υποχρεωτική διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης. Δε μπορεί να εξομοιωθεί με την επιταγή του ΚΠολΔ 924 και να δορυφορείται με τις συνέπειες της. Αυτή η άποψη, εκτός του ότι έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα του νόμου (άρθρα 4 § § 2 και 4) συνεπάγεται και την απώλεια εκ μέρους του οφειλέτη της δυνατότητας να ασκήσει την απρόθεσμη και γενική ανακοπή του άρθρου 73 § 1, που στηρίζεται στα άρθρα 583-585 ΚΠολΔ. Η άποψη, που εδώ υποστηρίζεται και την οποία ακολουθεί η νμλγ, παρέχει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να ακυρώσει τη σε βάρος του διαδικασία της βεβαίωσης και το νόμιμο τίτλο χωρίς περιορισμούς και πριν αρχίσει η διαδικασία της κατάσχεσης ή προσωπικής κράτησης, οπότε η τυχόν ανακοπή του υπόκειται στους περιορισμούς των άρθρων 73 § 2 και 75 ΚΕΔΕ».Αυτή η άποψη, πέρα των ανωτέρω συνεπειών, έχει την εξής σημαντική συνέπεια: την απώλεια ή μη εναντίωσης του οφειλέτη των τελών κυκλοφορίας στην επιχειρούμενη διοικητική εκτέλεση. Αν θεωρηθεί σωστή η άποψη αυτή τότε δεν επέρχεται καμιά απώλεια προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής [και, κατ’  επέκταση, αίτησης αναστολής και αιτήματος έκδοσης προσωρινής διαταγής] με την αποστολή των ατομικών ειδοποιήσεων αφού, ως γνωστόν, η ανακοπή του άρθρου 73 § 1 ΚΕΔΕ είναι απρόθεσμη. Δικαιούται ο οφειλέτης να την ασκήσει μέχρι την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης [κατάσχεση περιουσίας]. Μετά την έναρξη της δ. εκτέλεσης δικαιούται να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 73 § 2 για τους εκεί περιοριστικά αναφερόμενους λόγους [numerus clausus]. Επομένως, λοιπόν, βάσει της κρατούσας άποψης, δεν υπάρχει καμιά απώλεια δικαιώματος εναντίωσης με ανακοπή και αίτηση αναστολής κατά της απειλούμενης διοικητικής εκτέλεσης. Άλλωστε, βάσει της κρατούσας άποψης αυτής, δε μπορεί να ασκηθεί ανακοπή [με αίτηση αναστολής και αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής) γιατί διαφορετικά θα απορριφθεί ως απαράδεκτη αφού η ατομική ειδοποίηση αυτή δεν αποτελεί εκτελεστή ατομική διοικητική πράξης, εκτός και αν πίσω από την ατομική αυτή ειδοποίηση ήθελε κριθεί πως υποκρύπτεται ταμειακή βεβαίωση[3] της οφειλής η οποία αποτελεί ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη . b) Όμως αυτή η ευνοϊκή ρύθμιση φαίνεται να ανατρέπεται άρδην! με μια εντελώς πρόσφατη νομολογιακή μεταστροφή του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’  αριθμό 4436/ 2013 απόφαση του [σκέψη υπ’  αριθμό 5] δέχεται «Επειδή, περαιτέρω, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 και 204 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας είναι σε ισχύ προσωρινή διαταγή Προέδρου Διοικητικού Πρωτοδικείου, ή απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι του νομίμου τίτλου υπό ευρεία έννοια για τη βεβαίωση και είσπραξη των όποιων απαιτήσεων του Δημοσίου, αναστέλλεται η ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής, η οποία, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί το νόμιμο τίτλο υπό στενή έννοια για την είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων καθώς και για την τυχόν επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, και, συνεπώς, αναστέλλεται και η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, στα οποία περιλαμβάνεται και η αποστολή σε αυτόν ατομικής ειδοποιήσεως, που αποτελεί την πράξη ενάρξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία καλείται να καταβάλει την οφειλή του (πρβλ. Σ.Ε. 2982/2007 7μ., 1489,1760, 3059/2008, 574,922, 2253, 3084,3688, 3999/ 2009, Ε.Σ. 1986/2006, 3009/2009)». Μάλιστα, η εξ αυτών μνημονευόμενη ΣτΕ 2982/ 07 [σε εφταμελή σύνθεση] θεωρεί, ρητά, την ατομική ειδοποίηση ως πράξη εκτέλεσης, προφανώς κάτι σαν την ΚΠολΔ 924. Συνέπειες της άποψης αυτής είναι ότι αν έχει παρέλθει το τριανταήμερο από την αποστολή και παραλαβή της ατομικής ειδοποίησης του άρθρου 4 ΚΕΔΕ, έχει επέλθει η απώλεια του δικαιώματος άσκησης ανακοπής. Και ναι μεν ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας [ΚΔΔικ] ορίζει στο άρθρο 217 § 1 ότι «ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου» στο δε άρθρο 220 § 1 «η κατά το άρθρο 217 ανακοπή ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών η οποία αρχίζει α) στις περιπτώσεις α… από την επίδοση, αλλιώς από την πλήρη γνώση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης».  Όπως όμως εκτέθηκε προηγουμένως, ναι μεν το άρθρο 73 ΚΕΔΕ εφαρμόζουν τα πολιτικά δικαστήρια στις διαφορές με το Δημόσιο εφ’  όσον η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου [π.χ. δάνειο από το Δημόσιο] από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 73 ΚΕΔΕ [απρόθεσμες ανακοπές] από τα διοικητικά δικαστήρια στις διαφορές που επιλύουν και έχουν ως υποκείμενη σχέση απορρέουσα από το δημόσιο δίκαιο. Απλώς η διαφορά εφαρμογής του άρθρου 73 ΚΕΔΕ και του 217 ΚΔΔικ έγκειται μονάχα στο ποια δικαστήρια τα εφαρμόζουν, όχι όμως και στους λόγους που προβλέπουν. Άλλωστε, η 217 § ΚΔΔικ είναι ευρεία «ιδίως…». Χαρακτηριστικό της ευρύτητας λόγων  ανακοπής του άρθρου 217 § 1 ΚΔΔικ είναι ότι αυτή «ασκείται τόσο κατά πράξεων που προηγούνται της έναρξης της διοικητικής εκτέλεσης όσο και κατά πράξεων μετά την έναρξη της»[4].
  2. Ομοδικία. Γιατί ενδιαφέρει ο θεσμός της ομοδικίας εδώ; Λόγω του υψηλού κόστους της δικαστικής δαπάνης. Σύμφωνα με το άρθρο 115 § 1 ΚΔΔικ «περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, ή κοινή αγωγή, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματα τους στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση».
    Γίνεται δεκτό ότι «στη δυνητική ομοδικία υφίσταται υποκειμενική σώρευσις προσφυγών ή αγωγών, δηλαδή το κοινόν δικόγραφον αναλύεται εις τόσας προσφυγάς ή αγωγάς όσοι είναι και οι ομόδικοι, εξ ου παρέπεται ότι δια να ομοδικήσουν πλείονες προϋποτίθεται ότι έκαστος εξ αυτών δύναται και νομιμοποιείται να ασκήσει αυτοτελώς προσφυγήν κατά της συγκεκριμένης διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, ή αγωγήν δια την αυτήν παράνομον πράξιν ή παράλειψιν (ΣτΕ 2582/ 98). Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξις αφορά πλείονα ονομαστικώς αναφερόμενα πρόσωπα, ήτοι αναλύεται εις τόσας ατομικάς πράξεις όσοι είναι οι ονομαστικώς αναφερόμενοι»[5]. Στο ίδιο άρθρο στην § 3 «ομοδικία συντρέχει και όταν για τους προσφεύγοντες ή ενάγοντες έχει εκδοθεί μια πράξη με ξεχωριστά κεφάλαια ή περισσότερες αυτοτελείς για τον καθένα πράξεις. Στη περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η συνδρομή και των προϋποθέσεων της συνάφειας, εκτός από την προϋπόθεση της κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου προς όλες τις πράξεις». Παραδείγματα από τη νμλγ μας: α) ιατροί, φαρμακοποιοί που καταδικάσθηκαν πειθαρχικά με την ίδια απόφαση, παραδεκτά προσφεύγουν στην ομοδικία [ΣτΕ 4164/ 88, ΣτΕ 279/ 88], ενώ β) με πράξη της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων παραχωρείται γεωργικός κλήρος ή παραλείπεται η παραχώρηση σε περισσότερους δικαιούχους· εδώ δε μπορεί να υπάρξει ομοδικία γιατί η πραγματική βάση δεν είναι ίδια για όλους τους παραληφθέντες δικαιούχους αλλά απαιτείται εξέταση ξεχωριστά για καθένα [ΣτΕ Ολομ 983/ 57]. Μπορεί να θεωρηθεί η έκδοση των τελών κυκλοφορίας ως μια πράξη; Στηρίζεται μεν στον εξουσιοδοτικό νόμο αλλά για κάθε οφειλέτη ο καταλογισμός και υπολογισμός των τελών είναι διαφορετικός, δηλαδή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά δεδομένα, π.χ. διαφορές στον κυβισμό του κάθε οχήματος. Νομίζω λοιπόν ότι δε μπορεί να γίνει προσφυγή στη διάταξη αυτή για να θεμελιωθεί ομοδικία. Άλλωστε, η περίπτωση της ομοδικίας αυτής, δηλαδή η έκδοση μιας πράξης με διαφορετικά κεφάλαια για τον κάθε ομόδικο ή περισσότερες αυτοτελείς πράξεις για τον καθένα [αν εννοεί διαφορετική πράξη για τον καθένα] επιτρέπεται στις περιπτώσεις μισθολογικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και Ν.Π.Δ.Δ. To ΣτΕ με την υπ’ αριθμό 3143/ 13 απόφαση του έκρινε παραδεκτή τη θεμελίωση ομοδικίας στη περίπτωση κατάρτισης διαφορετικών συμβάσεων εργασίας νοσοκόμων [περίπτωση διαφορετικών πραγματικών περιστατικών] στον «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ» με συνταξιοδοτικά θέματα, κρίνοντας ότι, παρά την πρόσληψη των νοσοκόμων με διαφορετικές συμβάσεις εργασίας, υπήρχε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση. Η περίπτωση η δική μας δεν υπάγεται στην ρύθμιση αυτή.
  3. Πρόσθετη παρέμβαση. Θα μπορούσαμε να προσφύγουμε στο θεσμό της πρόσθετης παρέμβασης [άρθρο 113 ΚΔΔικ]; Από το συνδυασμό των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 114 προκύπτει πως, ναι. Προβλήματα που θα συναντήσουμε σ’  αυτή την επιλογή: 1) Η § 2 του άρθρου αυτού ορίζει, ανάμεσα σε άλλα, πως το δικόγραφο της παρέμβασης επιδίδεται στους διαδίκους. Τίθεται το ερώτημα: ποιοι είναι οι διάδικοι; αν ως διάδικοι θεωρούνται μόνο το Δημόσιο και ο ανακόπτων, τότε μικρό το πρόβλημα αφού θα χρειαστεί να γίνουν μόνο δυο επιδόσεις του δικογράφου της παρέμβασης. Αν όμως θεωρηθούν ως διάδικοι όλοι οι παρεμβαίνοντες, ανακύπτει το ερώτημα: θα πρέπει να γίνει επίδοση ξεχωριστά για τον καθένα; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Και τούτο γιατί: βάσει της § 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και επί της παρέμβασης οι διατάξεις για την ομοδικία. Επομένως, μπορεί να ασκηθεί μια ενιαία παρέμβαση [ένα δικόγραφο] από όλους τους παρεμβαίνοντες ώστε να αποφευχθεί η δαπάνη της ξεχωριστής επίδοσης σε κάθε παρεμβαίνοντα. 2) μπορεί οι παρεμβαίνοντες να εκπροσωπηθούν από τον ίδιο δικηγόρο με αυτόν του ανακόπτοντος [υπερού η παρέμβαση]; Κατά τη γνώμη μου, ναι. Σύμφωνα με το άρθρο 37 § 1 του Ν. 4194/ 2013 (Κώδικας Δικηγόρων), «Ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη, δεν είναι δεκτική υπεράσπισης, έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα άλλων εντολέων του ή αντιβαίνει στις αρχές του». Στο παρελθόν το ζήτημα αυτό απασχόλησε τον Άρειο Πάγο στην υπ’  αριθμό 1366/ 1995 απόφαση του. Αποφάνθηκε ως μη επιτρεπτή αυτή για διαδίκους με αντίθετα συμφέροντα και δικάστηκαν και οι δυο αντίδικοι ως ερημοδικούντες. Συμπέρασμα: από όλες τις παραπάνω σκέψεις προκύπτει ότι μπορούν οι υπόλοιποι να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ανακόπτοντος οφειλέτη εκπροσωπούμενοι από τον Δικηγόρο του ανακόπτοντος [κοινός Δικηγόρος για τους διαδίκους αυτούς].

[1] Βλ· Ι. Μπρίνια, Διοικητική Εκτέλεση, τόμο Α, 1987, § 32.1, σελ· 91.

[2] Ενδεικτικά βλ· ΜονΠρωτΗρ 1336/ 13, ΜονΠρΗρ 898/ 13, ΜονΔΠρΗρ 92/ 13, ΑΠ 663/2011 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1645/2010 ΤΝΠΔΣΑ, ΣτΕ 3214/1999 ΤΝΠΔΣΑ κλπ.

[3] η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής είναι το δεύτερο –και τελευταίο– στάδιο της διοικητικής διαδικασίας βεβαίωσης της οφειλής στο Δημόσιο [Ι. Μπρίνιας, όπ.πάρ, § 35.7, σελ· 100, ΜονΠρωτΗρ 1336/ 13, ΔιοικΕφΠειρ 1857/ 93, ΣτΕ 3288/ 13]. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία [βλ. Ι. Μπρίνια, σελίδες 100-101] «τα άρθρα 32 επ του β.δ. 757/ 69 προσδιορίζουν τον τρόπο της ταμειακής βεβαίωσης. Όταν εισέλθουν στο Δημόσιο Ταμείο τα παραστατικά της βεβαίωσης, ο ελεγκτής προβαίνει στον έλεγχο και την επαλήθευση, προχωρεί στην έκδοση του τριπλοτύπου αποδεικτικού παραλαβής εισπρακτέων κα διαβιβάζει το ένα από αυτά στην Υπηρεσία που βεβαίωσε το έσοδο. Η χρονολογία της έκδοσης του τριπλοτύπου αποτελεί και τη χρονολογία της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου στο Δημόσιο Ταμείο, γεγονός που έχει σημασία για την παραγραφή, τις προσαυξήσεις».

[4] Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 20115 , πλαγιάριθμος 679.στ, σελ· 643.

[5] Ν. Χατζητζανής, Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας, 20042 , άρθρο 115 § 2, σελ· 795.

του Γιώργου Ε. Φραγκούλη
πηγή: http://www.gefragoulis.blogspot.gr/2014/08/blog-post_1.html

Κατηγορίες: Ηλιαία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Τα σχόλια έχουν κλείσει.