Η αναγκαιότητα συντακτικής συνέλευσης και η ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης.

oloklirosi-kyklou-metapoliteusis

Ο παρών τόμος που ο αναγνώστης κρατά στα χέρια του περιλαμβάνει τις τροπολογίες και προτάσεις που κατέθεσαν οι βουλευτές τόσο της συμπολίτευσης όσο και των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 1975. Η συγκέντρωση και μελέτη των υλικών αυτών δεν έχει μόνο ιστορική αξία. Είναι, αντίθετα, άμεσα χρήσιμη για τις σημερινές αναζητήσεις και προβληματισμούς. Τούτο δεν συμβαίνει επειδή γενικά τα ιστορικά διδάγματα είναι συχνά πολύτιμα για την εξαγωγή συμπερασμάτων για το σήμερα.

Η αναθεωρητική διαδικασία του 1975 αποτέλεσε ένα σημαντικό σταθμό στη μεταπολεμική αλλά και γενικότερα στη συνταγματική και πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Η χώρα εισήλθε βέβαια σε μια πιο ομαλή σε σχέση με το παρελθόν περίοδο. Απαλλάχτηκε από την ξενοκίνητη δικτατορία των συνταγματαρχών. Καταργήθηκε η μοναρχία. Αποκαταστάθηκε η δημοκρατία. Η δημοκρατία αυτή υπήρξε όμως αυταρχική, όπως στο σύνολο της η αντιπολίτευση (από το Κέντρο μέχρι το ΚΚΕ) σημείωσε κατά τη συζήτηση αναθεώρησης του Συντάγματος. Παρά το γεγονός ότι μεταβλήθηκε αισθητά ο συσχετισμός των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, τα κέντρα εξουσίας παρέμειναν κατά βάση άθικτα. Συνεχίστηκε η οικονομική και πολιτική κυριαρχία των εγχώριων ισχυρών οικονομικών κέντρων σε στενή διασύνδεση με τις πολυεθνικές εταιρείες ιδίως των ΗΠΑ και των αναπτυγμένων κρατών της δυτικής Ευρώπης.

Ωστόσο, η αναθεωρητική διαδικασία του 1975 διεξήχθη σε συνθήκες οικονομικής (διεθνούς και εγχώριας) και πολιτικής κρίσης. Με μια έννοια, υπάρχουν κάποιες αναλογίες με σήμερα. Κατά συνέπεια, η μελέτη των προτάσεων που κατατέθηκαν το 1975 μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να φανεί εξαιρετικά επωφελής, όχι με την έννοια της αντιγραφής και μηχανικής μεταφοράς των προτάσεων που διατυπώθηκαν σε άλλη ιστορική και χρονική στιγμή. Διδάγματα μπορεί να αντληθούν και από την εμπειρία του μεσοπολέμου η οποία σημαδεύτηκε από τη διεθνή και εγχώρια οικονομική κρίση.

Σήμερα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης και για ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης. Οι απόψεις αυτές υποστηρίζουν την αναθεώρηση του Συντάγματος και την αναμόρφωση του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Είναι παραπάνω από φανερό ότι απαιτούνται δραστικές αλλαγές. Προς ποια όμως κατεύθυνση πρέπει να γίνουν αυτές;

Σε τέτοιες ιδίως περιπτώσεις δυο δρόμοι ανοίγονται ενώπιον κάθε λαού σε ό,τι αφορά τους συνταγματικούς και πολιτικούς θεσμούς: ή θα συρρικνωθεί η δημοκρατία παραπέρα προκειμένου να ληφθούν χωρίς πολλές αντιδράσεις τα σκληρά οικονομικά μέτρα που μεταφέρουν το βάρος της κρίσης στους κοινωνικά αδύναμους ή θα διευρυνθεί και ουσιαστικοποιηθεί η δημοκρατία έτσι ώστε ο λαός να γίνει πραγματικά εκείνος που αποφασίζει για το τι είδους οικονομικές πολιτικές πρέπει να ακολουθηθούν.

Πριν όμως επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας εξετάσουμε συνοπτικά τη σχετική ελληνική εμπειρία του μεσοπολέμου και τις σύγχρονες εμπειρίες χωρών που πέρασαν παρόμοια κρίση πρόσφατα.

Η εμπειρία του μεσοπολέμου

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1929, που στην Ελλάδα ξέσπασε με μικρή χρονική υστέρηση, φάνηκε ότι βασικό μέλημα των ιθυνόντων, όπως σε κάθε οικονομική κρίση, αποτελεί η μη μετατροπή της σε πολιτική κρίση. Οι λειτουργίες του κράτους, οι συνταγματικοί και πολιτικοί θεσμοί προσαρμόζονται σε αυτό το δεδομένο και σε αυτό το στόχο.

Η δυσαρέσκεια των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων οδηγεί συνήθως σε απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και σε πολιτικές ανακατατάξεις. Οι τελευταίες, γίνεται προσπάθεια, να αφομοιωθούν ακόμη και με την εμφάνιση και εδραίωση νέων πολιτικών σχηματισμών που κινούνται όμως πάντοτε στο πλαίσιο του κυρίαρχου συστήματος αλλά και με την προσαρμογή των συνταγματικών θεσμών.

Στόχος αυτής της προσαρμογής είναι η αποσόβηση της πολιτικής και, ακόμη περισσότερο, της επαναστατικής κρίσης. Ο περιορισμός της δημοκρατίας και των δημοκρατικών ελευθεριών, η σκλήρυνση της καταστολής στοχεύουν στην κάμψη του απεργιακού κινήματος, των διαδηλώσεων, της διάδοσης ιδεών που οδηγούν στην ανάπτυξη των διεκδικήσεων του λαού και, πολύ περισσότερο, των ιδεών που αμφισβητούν το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα.

Οι επώδυνες αποφάσεις και η εφαρμογή τους που κατακρημνίζουν οποιαδήποτε κοινωνική κατάκτηση, που πλήττουν βίαια το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές αδιαμαρτύρητα. Όση προσπάθεια και να καταβάλλουν οι κρατικοί και ιδιωτικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί, η αναδιανομή του πλούτου είναι τόσο απότομη και βίαιη που καθιστά ισχυρό το ενδεχόμενο να γεννήσει αντιδράσεις. Η πάλη των αντιτιθέμενων κοινωνικών τάξεων μοιραία οξύνεται, ανεξάρτητα από το εύρος, το βάθος και την προοπτική της.

Η υπέρβαση επομένως της κρίσης και η σταθεροποίηση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος απαιτούν λιγότερη δημοκρατία. Καθώς ραγίζει η κοινωνική συναίνεση, ο λαός δύσκολα αποδέχεται τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Γι’ αυτό, πρέπει να περιοριστεί ο λόγος του στη λήψη των αποφάσεων αλλά και να περιοριστούν οι δυνατότητες αντίδρασής του.

Ο Αλ. Σβώλος αναφερόμενος στις εξελίξεις του μεσοπολέμου και στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης σημείωνε ότι η αστική τάξη «υπό την πίεσιν της κρίσεως, φέρεται μοιραίως προς την ενίσχυσιν του κράτους, δια την συντήρησιν της αρχούσης τάξεως … και δια την εξουδετέρωσιν των συνεπειών του λαϊκού ελέγχου επί της ασκήσεως των τόσον εκτεταμένων, σήμερον, αρμοδιοτήτων της πολιτικής εξουσίας… Η ενίσχυσις της εκτελεστικής εξουσίας και του κράτους γενικώς εν τη συγχρόνω δημοκρατία … θα σημάνη ή ότι η πλειοψηφία θέλει να ασκή την πολιτικήν εξουσίαν, χωρίς να ενοχλήται από τα δικαιώματα της μειοψηφίας, πολιτικά ή ατομικά, ή ότι η μειοψηφία θέλει να ασκή την εξουσίαν, χωρίς να λαμβάνη υπ’ όψιν την θέλησιν ή την αντίστασιν της πλειοψηφίας»[1].

Στη λογική αυτή και με στόχευση την ανάσχεση του απεργιακού και γενικότερα του κύματος κοινωνικής διαμαρτυρίας που χαρακτήρισε την Ελλάδα του μεσοπολέμου, παρατηρήθηκαν τρία αλληλοσυμπληρούμενα φαινόμενα. Το πρώτο είναι οι πρακτικές παραβίασης του Συντάγματος του 1927 εκ μέρους των κυβερνήσεων με στόχο τη de factο ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και την αποδυνάμωση της Βουλής και του λαϊκού ελέγχου. Το δεύτερο είναι η ψήφιση σειράς αντιδημοκρατικών νόμων που αφορούσαν τον περιορισμό έως και απαγόρευση των απεργιών (ιδίως των δημοσίων υπαλλήλων), την εκτόπιση των υπόπτων «διατάραξης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας», την ποινικοποίηση της διάδοσης επαναστατικών και εν γένει ριζοσπαστικών ιδεών (το περίφημο αντικομμουνιστικό ιδιώνυμο, ν. 4229/1929).

Το τρίτο αφορά την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που διατυπώθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο το 1932, τη χρονιά ακριβώς που ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα. Η πρόταση δεν ευδοκίμησε. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στην πραγματικότητα υπερκεράστηκε από τις εξελίξεις. Οι απόπειρες πραξικοπημάτων του Πλαστήρα το 1932 και των βενιζελικών αξιωματικών το 1935 έδωσαν την ευκαιρία για την πραξικοπηματική κατάργηση του Συντάγματος του 1927 (που ήταν το πιο δημοκρατικό που γνώρισε μέχρι τότε η χώρα) και την επαναφορά του βασιλιά και του Συντάγματος του 1911. Και τούτο βέβαια για ελάχιστο χρόνο αφού λίγους μήνες μετά οι αντιδημοκρατικές εξελίξεις ολοκληρώθηκαν με την επιβολή της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας.

Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της πρότασης αναθεώρησης του 1932; Αυτή προέβλεπε την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό και την ενδυνάμωση των αρμοδιοτήτων του, δηλαδή την ενίσχυση με καισαρικού τύπου εξουσίες της εκτελεστικής λειτουργίας και μάλιστα σε ένα μόνο πρόσωπο[2]. Εννοείται ότι αυτό σήμαινε αποδυνάμωση της Βουλής. Όπως το είχε εκφράσει ο ίδιος ο Βενιζέλος, «τα κακά του κοινοβουλευτισμού απέβησαν μεγαλύτερα και καταφανέστερα… Η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος να ανταποκριθεί προς τα καθήκοντά της, ευρισκομένη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθετικής εξουσίας»[3].

Στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας η πρόταση περιλάμβανε την παροχή σε αυτόν εξαιρετικά ευρείας ευχέρειας να κηρύσσει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και να επιβάλλει το στρατιωτικό νόμο αναστέλλοντας την ισχύ των συνταγματικών δικαιωμάτων. Επρόκειτο για αντιγραφή του άρθρου 48 του Γερμανικού Συντάγματος της Βαϊμάρης το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη Γερμανία σε βάρος των λαϊκών αγώνων και συνέβαλε στην πορεία προς την κατάλυση της δημοκρατίας και την επιβολή του ναζισμού[4].

Εύκολα διαπιστώνεται σήμερα, με τη χρονική απόσταση που υπάρχει, ότι η οικονομική κρίση ξεπεράστηκε τότε σε βάρος των στοιχειωδών λαϊκών αναγκών. Οι οδυνηρές για τους πολλούς αυτές αποφάσεις δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς τον παραμερισμό του λαού και την καταστολή των όποιων αντιδράσεων. Ανάλογη ήταν η πορεία και άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Συχνά μάλιστα, όπως γνωρίζουμε, η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε, όπως και στην Ελλάδα, με την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος.

Σύγχρονες εμπειρίες

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνική ιδιοτυπία ούτε αφορά μόνο την περίοδο του μεσοπολέμου και την οικονομική κρίση του 1929. Αντίθετα, φαίνεται ότι ανάλογες εμπειρίες είχαν και όλες οι χώρες εκείνες που, τις τελευταίες δεκαετίες, αντιμετώπισαν οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Παντού όπου η οικονομική κρίση επιλύθηκε στην κατεύθυνση της αναδιανομής πλούτου σε βάρος των ασθενέστερων και υπέρ της συγκέντρωσης πλούτου σε λιγότερους, σημειώθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο, συνταγματικές και πολιτικές αλλαγές στη λογική του περιορισμού της δημοκρατίας. Κάποιες φορές, η τάση αυτή έφτασε μέχρι την πλήρη κατάργησή της.

Ένα από τα πλέον πρόσφατα και γνωστά παραδείγματα είναι εκείνο της Αργεντινής. Η οικονομική κρίση και η προσπάθεια υπέρβασής της με βάση τις κατευθύνσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου οδήγησαν στην εξαθλίωση μια ευημερούσα χώρα και ένα λαό που απολάμβανε σημαντικές κατακτήσεις ενώ, από την άλλη, εγχώρια ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και πολυεθνικές επιχειρήσεις συγκέντρωσαν αμύθητο πλούτο. Η όξυνση αυτή των κοινωνικών αντιθέσεων επέφερε τη διόγκωση των λαϊκών αντιδράσεων οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με την αστυνομική βία και τη δολοφονία δεκάδων διαδηλωτών, τον περιορισμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών και την κήρυξη της κατάστασης πολιορκίας.

Λίγες δεκαετίες νωρίτερα στη γειτονική Χιλή, οι πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εφαρμόστηκαν όχι απλά μέσω της αιματηρής καταστολής διαδηλώσεων και της επιβολής κατάστασης πολιορκίας. Εκεί χρειάστηκε η ανατροπή της συνταγματικής κυβέρνησης του Σ. Αλλιέντε, η εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων, η κατάργηση του Συντάγματος και κάθε είδους ελευθερίας. Το στόχο επέτυχε το πραξικόπημα υπό τον Α. Πινοτσέτ που καθοδηγήθηκε από τις αντιδραστικές δυνάμεις της Χιλής σε συνεργασία με τηCIA και τις πολυεθνικές των ΗΠΑ[5].

Στην περίπτωση της Χιλής τα μέτρα ήταν πιο δραστικά γιατί εκεί η κρίση ήταν πρώτιστα πολιτική. Η εκλογική νίκη το 1970 των δυνάμεων της «λαϊκής ενότητας» είχε οδηγήσει στην εθνικοποίηση του χαλκού, του βασικού πλουτοπαραγωγικού μέσου της Χιλής. Γενικότερα η κυβέρνηση προωθούσε την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος της εργατικής τάξης, των αγροτών και των μικρομεσαίων στρωμάτων. Αυτό συνιστούσε θανάσιμο κίνδυνο για το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί δραστικά.

Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν σε όλες τις ηπείρους: στην Αφρική, στην Ασία, στην Ευρώπη[6]. Πάντοτε η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης σε όφελος μιας εγχώριας και διεθνούς ολιγαρχίας συνοδεύτηκε από ένταση της καταπίεσης, κατάλυση της συνταγματικής νομιμότητας ή, πάντως, από εκτεταμένες παραβιάσεις του Συντάγματος και των συνταγματικών δικαιωμάτων.

Ποιο είναι το πρόβλημα της σημερινής δημοκρατίας;

Στις επιστημονικές αλλά και στις τρέχουσες συζητήσεις ολοένα και συχνότερα διαπιστώνεται η προβληματική κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας και αναφύεται το ερώτημα: ποιο είναι το βασικό πρόβλημα;

Η ουσία του προβλήματος συνίσταται στο γεγονός ότι η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί πλάσμα[7]. Η λαϊκή κυριαρχία που επιτάσσει το Σύνταγμα είναι στην πραγματικότητα κυριαρχία μιας οικονομικής ολιγαρχίας επί του λαού. Όπως χαρακτηριστικά εκφραζόταν ο Αλ. Σβώλος, η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί «ένα των μύθων του νεωτέρου δημοσίου βίου, απλάς προλήψεις», «πλάσματα χωρίς περιεχόμενον»[8]. Πίσω από την τυπική ισότητα και τη δημοκρατία υπάρχουν σχέσεις ανισότητας, σχέσεις εκμετάλλευσης οι οποίες φαλκιδεύουν τη δημοκρατία, την καθιστούν μορφή κυριαρχίας μιας οικονομικής ολιγαρχίας. Οι σχετικές επισημάνσεις του Αλ. Σβώλου αποκτούν επικαιρότητα: «Όχι μόνον, άλλως τε, δεν υπάρχει Λαός ως «σύνολον» ή «ενότης», αλλά τουναντίον σχηματίζονται και διακρίνονται βαθμηδόν και σαφέστερον μόνον ομάδες, τάξεις και στρώματα κοινωνικά, αντιτεταγμένα προς άλληλα, απορροφώντα εντός εαυτών τα άτομα»[9],[10].

Η ανάγκη σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης

Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει[11], η λήψη κρίσιμων αποφάσεων που επηρεάζουν δραματικά τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων επιτάσσει την ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή. Επιβάλλει πραγματική δημοκρατική συζήτηση και, μάλιστα, με όρους, όσο το δυνατό καλύτερους ώστε η συζήτηση να διεξάγεται στο έδαφος των πραγματικών δεδομένων, με ουσιαστική πληροφόρηση και κριτήριο τις ανάγκες της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού. Είναι προφανές, από την τρέχουσα εμπειρία, ότι η χώρα κινείται στον αντίποδα αυτής της λογικής. Η πληροφόρηση του λαού είναι απολύτως ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα ενώ η δημόσια συζήτηση περιορίζεται ασφυκτικά και είναι απολύτως εκβιαστική. Βάση της όποιας συζήτησης θεωρείται η αποδοχή της αφαίρεσης των λαϊκών κατακτήσεων.

Κατά συνέπεια, η οικονομική κρίση και η υπέρβασή της σε όφελος, και όχι σε βάρος των συμφερόντων, του βιοτικού επιπέδου και των κατακτήσεων της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας θέτει επί τάπητος το θεμελιώδες ερώτημα του δρόμου της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Ο λαός πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο των αποφάσεων έτσι ώστε ο ίδιος να αποφασίσει για τα μέτρα εκείνα που χρειάζεται να ληφθούν, για την κατεύθυνση της ανάπτυξης που θα επιλέξει. Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη και εμβάθυνση της δημοκρατίας και των ελευθεριών και όχι το αντίθετο.

Με την έννοια αυτή, αναφύεται η ανάγκη βαθιών πολιτικών και συνταγματικών αλλαγών. Η αναγκαιότητα της Συντακτικής Συνέλευσης προβάλλει κάθε μέρα και πιο έντονα.

Πολλές φορές η ελληνική συνταγματική ιστορία βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος: αναθεωρητική ή συντακτική Βουλή; Το ίδιο συνέβη και το 1975. Κάθε φορά επικρατούσαν οι πιο μετριοπαθείς, έως συντηρητικές, επιλογές οι οποίες απέρριπταν την ιδέα της Συντακτικής και περιόριζαν την εμβέλεια του εγχειρήματος στην αναθεώρηση του Συντάγματος με σκοπό να μην ανοίξουν «οι ασκοί του Αιόλου» σε ριζοσπαστικές εξελίξεις.

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Οι όποιες προτάσεις και σκέψεις έχουν μέχρι σήμερα δημοσιοποιηθεί αφορούν την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι απόψεις αυτές είτε περιορίζουν το εύρος των αλλαγών σε μη θεμελιώδη ζητήματα είτε προτείνουν μεταβολές που θα επιδεινώσουν τα σημερινά προβλήματα, όπως για παράδειγμα την άμεση εκλογή του Πρόεδρου της Δημοκρατίας[12] και τη μετατροπή του πολιτεύματος ουσιαστικά σε προεδρικό ή την ενσωμάτωση στο Σύνταγμα διάταξης που θα ορίζει ένα νεοφιλελεύθερο δημοσιονομικό πλαίσιο κατά το γερμανικό πρότυπο[13]. Αυτό επομένως που χρειάζεται είναι ριζικές αλλαγές και μάλιστα σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που βρισκόταν μέχρι τώρα η συνταγματική πραγματικότητα.

Η σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης στη λογική που σκιαγραφήσαμε μπορεί να γίνει μόνο να συντρέξουν οι κατάλληλες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει την αφύπνιση του λαού, την ενεργητική του παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. Η παθητική αναμονή, η λογική της ανάθεσης της επίλυσης των προβλημάτων σε κόμματα και φωτισμένους ηγέτες δεν μπορεί να οδηγήσει στη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης που θα πραγματοποιήσει τομές.

Υπάρχουν κάποια σύγχρονα τέτοια παραδείγματα. Ανεξάρτητα από την κατάληξη των προσπαθειών αυτών και από το εύρος των αλλαγών που επέφεραν, οι Συντακτικές Συνελεύσεις στη Βενεζουέλα και στη Βολιβία οδήγησαν στην υιοθέτηση νέων Συνταγμάτων, στην ενίσχυση της εθνικής ανεξαρτησίας, στην εθνικοποίηση των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και σε κάποια αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των πιο αδύναμων και φτωχών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων του πληθυσμού[14].

Τι είδους άμεσες αλλαγές;

Ποιες είναι όμως οι δημοκρατικές αυτές αλλαγές που μπορούν να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό να υπερασπίσει το βιοτικό του επίπεδο και τα δικαιώματά του και να μεταβάλλει το συσχετισμό των δυνάμεων; Η συζήτηση που διεξήχθη το 1975, πολλές από τις τροπολογίες που κατατέθηκαν, προσφέρουν πολλές χρήσιμες ιδέες.

Χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, μια δέσμη αλλαγών που θα κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις: α. αναβάθμιση της Βουλής ώστε να αποδυναμωθεί η παντοδύναμη εκτελεστική εξουσία, στη λογική της κυβερνώσας Βουλής, β. μεγιστοποίηση του ελέγχου που ασκεί ο λαός στους αντιπροσώπους του και ειδικά στη Βουλή, γ. επέκταση των λαϊκών ελευθεριών ώστε να διευρυνθεί το πεδίο της αυτόνομης λαϊκής δράσης και παρέμβασης.

Ενδεικτικά τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να είναι οι παρακάτω. Ειδικότερα σε σχέση με το σημείο α:

  1. Με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις και, ιδίως, τον οικονομικό έλεγχο του ασκούν στη χώρα μας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχει γίνει πλέον περισσότερο από αναγκαία η επαναρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τέτοιου είδους οργανισμούς. Επείγει η διεκδίκηση της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας[15]. Το ζήτημα αυτό δεν είναι πρώτιστα συνταγματικό – νομικό, είναι όμως και τέτοιο. Βασικό συνταγματικό θεμέλιο αυτής της σχέσης αποτελούν ιδίως τα άρθρα 27, 28 και 80 του Συντάγματος. Η εκχώρηση κυριαρχίας θα πρέπει να αποκλείεται ρητά από το Σύνταγμα. Οι διεθνείς σχέσεις της χώρας μπορούν να αναπτυχθούν ολόπλευρα και πολύπλευρα σε ισότιμη βάση. Μπορεί επίσης να μην επιτρέπεται συνταγματικά η εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων και εγκαταστάσεων κατά το πρότυπο του άρθρου 13 του Συντάγματος της Βενεζουέλας[16].
  2. Η επαναρρύθμιση του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδότησης προς την εκτελεστική εξουσία είναι σημαντική. Η συνταγματική ιστορία, ελληνική και διεθνής, παλαιότερη και πιο πρόσφατη, καταδεικνύει ότι ο θεσμός αποτελεί μορφή υφαρπαγής της εξουσίας από την εκάστοτε κυβέρνηση σε βάρος του αντιπροσωπευτικού οργάνου, ακόμη και παραβιάσεων του Συντάγματος και καταχρήσεων[17]. Άρα, οι προϋποθέσεις των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων πρέπει να γίνουν πολύ αυστηρές ενώ μερικές ακραίες μορφές όπως οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου του άρθρου 44 παρ. 1 θα μπορούσαν ακόμη και να καταργηθούν.
  3. Είναι απαραίτητος ένας ουσιαστικότερος ρόλος των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών με διεύρυνση του ρόλου τους, χωρίς όμως η διεύρυνση του ρόλου αυτού να γίνει σε βάρος του νομοθετικού έργου της Ολομέλειας της Βουλής. Χρειάζεται να εξασφαλιστεί η πλήρης και ουσιαστική ενημέρωση της Βουλής από την εκάστοτε κυβέρνηση για την ασκούμενη πολιτική, ουσιαστικός και διαρκής διακομματικός κοινοβουλευτικός έλεγχος όλων των κρατικών και κυβερνητικών τομέων δραστηριότητας και υπηρεσιών. Παράλληλα, απαιτείται ο περιορισμός της ασυδοσίας της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας στον τρόπο και τις διαδικασίες συζήτησης των νομοσχεδίων (άρθρο 76 του Συντάγματος). Μπορεί, για παράδειγμα, να προβλέπεται αυξημένη πλειοψηφία για να ακολουθηθεί η διαδικασία της συζήτησης ενός νομοσχεδίου ως κατεπείγοντος ή ιδιαίτερης σημασίας ή ως επείγοντος. Η λογική που πρέπει να διέπει τις σχέσεις Βουλής και κυβέρνησης να είναι η ενίσχυση του αντιπροσωπευτικού οργάνου το οποίο πρέπει να συγκεντρώσει τις μέγιστες εξουσίες στη λογική της κυβερνώσας Βουλής.
  4. Χρειάζεται επίσης να ενισχυθεί η νομοθετική πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε να προβλέπεται η συζήτηση δύο φορές το μήνα των προτάσεων νόμων, καθώς και η δυνατότητα συζήτησής τους σε περισσότερες από μία συνεδριάσεις (άρθρο 74 παρ. 6 του Συντάγματος). Απαιτείται ακόμη η κατάργηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 73 παρ. 3 του Συντάγματος περιορισμών που εμποδίζουν τους βουλευτές και τα κόμματα να παίρνουν νομοθετικές πρωτοβουλίες αναφορικά με την πολιτική μισθών ή συντάξεων για το προσωπικό του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.
  5. Είναι περισσότερο από αναγκαία η κατάργηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση. Απαιτείται η εκλογή της να γίνεται από ευρύτερο αντιπροσωπευτικό σώμα στο οποίο να συμμετέχουν εκπρόσωποι των κομμάτων (ανάλογα με τη δύναμή τους), εκπρόσωποι των ενώσεων των δικαστών και λοιπών νομικών επαγγελμάτων αλλά και εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων των εργαζομένων[18].

Σε σχέση με το σημείο β:

  1. Επιβάλλεται η υιοθέτηση της απλής αναλογικής ως πάγιου και συνταγματικά κατοχυρωμένου εκλογικού συστήματος για κάθε είδους εκλογική διαδικασία[19]. Μόνο έτσι μπορεί να μην αλλοιώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος. Είναι εύγλωττη η προσήλωση όλων των κυβερνήσεων[20] (ελληνικών και άλλων) και των συστημικών κομμάτων στην άρνηση της απλής αναλογικής και στην υιοθέτηση εκλογικών συστημάτων που αλλοιώνουν τη βούληση του εκλογικού σώματος[21]. Στην ίδια λογική κινείται εξάλλου και ο νέος εκλογικός νόμος που παρουσίασε η κυβέρνηση που αποτελεί παραλλαγή του γερμανικού εκλογικού συστήματος και, εκτός των άλλων, μετατρέπει μια μειοψηφία του 40,2% σε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
  2. Θεσμοί όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, το δημοψήφισμα, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, με πρωτοβουλία των πολιτών[22], το δικαίωμα των μαζικών φορέων των εργαζομένων να υποβάλλουν προτάσεις νόμων[23] μπορούν επίσης να τονώσουν το ενδιαφέρον αλλά και την αποτελεσματικότητα της λαϊκής συμμετοχής.
  3. Χρειάζεται η τροποποίηση του άρθρου 14 του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας με τρόπο που να εξασφαλίζει, όσο είναι δυνατό, την ισότιμη μεταχείριση των πολιτικών κομμάτων και των πιο διαφορετικών απόψεων και όχι μόνο στις προεκλογικές περιόδους. Η αντίληψη της αναλογικής ισότητας στην προβολή των θέσεων των κομμάτων η οποία διέπει τη σχετική νομοθεσία είναι άδικη και αντιδημοκρατική. Συμβάλλει στη διαιώνιση της κυριαρχίας των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων. Εκείνο που χρειάζεται πάνω απ’ όλα όμως είναι να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα. Η σύνδεση αυτή καθιστά φενάκη κάθε συζήτηση για ελεύθερη διάδοση των ιδεών, πολύπλευρη ενημέρωση και όσο το δυνατό πιο ελεύθερη διαπάλη των ιδεών και των απόψεων. Απαιτείται, αντίθετα, η θέσπιση κανόνων δημοκρατικής διαχείρισης των κρατικών μέσων ενημέρωσης και η σε ισότιμη βάση κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων των εργαζομένων να ιδρύσουν και να διαχειριστούν τα δικά τους μέσα ενημέρωσης. Σαν ένα πρώτο, άμεσο βήμα απαιτείται ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης από επιτροπή που θα απαρτίζεται από εκπροσώπους των κομμάτων και, κυρίως, των συνδικαλιστικών, επιστημονικών και άλλων φορέων όπου η εκάστοτε κυβέρνηση δεν θα έχει την πλειοψηφία.
  4. Παράλληλα απαιτείται η ανάδειξη όλων των οργάνων τοπικής διοίκησης με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, η κατάργηση πρώτα απ’ όλα του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης».

Σε σχέση με το σημείο γ:

  1. Είναι αναγκαία η κατάργηση όλων εκείνων των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που περιορίζουν τις λαϊκές ελευθερίες και, ιδίως, το δικαίωμα στην απεργία, στις συναθροίσεις, στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, πρώτιστα στους εργασιακούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα απαιτείται η αναμόρφωση της εργατικής νομοθεσίας με στόχο την κατοχύρωση πλήρους συνδικαλιστικής και πολιτικής ελευθερίας για τους εργαζόμενους.
  2. Απαιτείται η αποδέσμευση της χώρας από όλες τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την ΕΕ που συνθέτουν ένα ευρύ πλέγμα κατασταλτικών μηχανισμών. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι συμφωνίες Σένγκεν, η Europol, οι συμφωνίες έκδοσης και δικαστικής συνδρομής, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, οι διάφορες αντιτρομοκρατικές συμφωνίες κλπ.
  3. Είναι αναγκαίο να υπάρξει ριζικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της δημόσιας διοίκησης. Ο εκδημοκρατισμός αυτός δεν μπορεί βέβαια να μεταβάλλει τη φύση των μηχανισμών αυτών. Πρέπει ωστόσο, να κατοχυρωθούν, και συνταγματικά, πλήρεις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.-

Του Δημήτρη Καλτσώνη

Δημοσιεύθηκε στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ), Η συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ΄άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (Τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 7-14.

Πηγή: Πολιτεία 2.0

Κατηγορίες: Ηλιαία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Τα σχόλια έχουν κλείσει.